οκτάγωνος

οκτάγωνος
οκτάγωνος, -η, -ο και οχτάγωνος, -η, -ο
1. αυτός που έχει οχτώ γωνίες: Οκτάγωνο σχήμα.
2. ως ουσ., οκτάγωνο, το το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ γωνίες και οχτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο και οχτάπλευρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀκτάγωνος — eight cornered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτάγωνος — και οχτάγωνος, η, ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο μσν. 1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα… …   Dictionary of Greek

  • ὀκταγώνους — ὀκτάγωνος eight cornered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάγωνοι — ὀκτάγωνος eight cornered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκταγωνικός — και οχταγωνικός, ή, ό (Α ὀκταγωνικός, ή, όν) [οκτάγωνος] οκτάγωνος, αυτός που έχει σχήμα οκταγώνου («ὀκταγωνικὸν τεῑχος») …   Dictionary of Greek

  • ὀκτάγωνον — octagon neut nom/voc/acc sg ὀκτάγωνος eight cornered masc/fem acc sg ὀκτάγωνος eight cornered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • octágono — (Del lat. octo, ocho + gr. gonia, ángulo.) ► adjetivo/ sustantivo masculino GEOMETRÍA Polígono que tiene ocho ángulos y ocho lados: ■ el niño tuvo que hacer un octágono de cartulina. TAMBIÉN octógono * * * octágono (del lat. «octagōnos», del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οχτάγωνος — η, ο βλ. οκτάγωνος …   Dictionary of Greek

  • Βαλένθια — (València). Πόλη (739.014 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ισπανίας, στην ακτή του ομώνυμου κόλπου, που διασχίζεται από τον ποταμό Γκουανταλαβιάρ (Τούρια), ο οποίος εκβάλλει στη Μεσόγειο. Η Β. είναι από δημογραφική άποψη η τρίτη πόλη της Ισπανίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”